- άντυξ
- η (Α ἄντυξ, -υγος)(Τεχνολ. -Τοπογρ.)αρχ.1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων4. η τροχιά ενός πλανήτη ή ο κύκλος του κόσμου, το σύμπαν5. στον πληθ. το ίδιο το άρμα6. «ἄντυγες μηρῶν», μηροί«ἄντυγες μαστῶν», μαστοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + -τυξ < *τύξ (πρβλ. τετυκείν, τεύχω). Ο τ. ακολουθεί τον ίδιο σχηματισμό με τα άμπυξ* και καταίτυξ*].
Dictionary of Greek. 2013.